- αργάτης
- οο εργάτης, κυρίως αυτός που κάνει γεωργικές δουλειές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αργάτης — ο βλ. εργάτης … Dictionary of Greek
αργαστήρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 35 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολικού Σελίνου. * * * αργάτης, αργατιά κ.λπ. βλ. εργαστήρι, εργάτης κ.λπ … Dictionary of Greek
αχνάρι — και χνάρι, το 1. το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια ανθρώπων ή ζώων 2. ίχνος, σημάδι 3. το πέλμα του ποδιού 4. μέτρο μήκους (όσο το πέλμα του ποδιού) («το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα και πάει σαράντα χνάρια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάρι < μσν.… … Dictionary of Greek
argat — ARGÁT, Ă, argaţi, te s.m. şi f. (Rar la f.) Servitor, slugă angajată(în trecut) pentru muncile agricole, creşterea vitelor sau pentru muncile din gospodăria stăpânului. – Din bg. argat, ngr. argátis. Trimis de RACAI, 30.09.2003. Sursa: DEX 98 … … Dicționar Român
εργάτης — ο θηλ. εργάτρια 1. αυτός που εργάζεται σωματικά. 2. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με το μεροκάματο: Στο εργοστάσιο απασχολούνται πολλοί εργάτες. 3. ειδικά αυτός που εργάζεται σε εργοστάσιο. 4. αυτός που γενικά εργάζεται σε αντίθεση προς τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)